- κλιματάρχης
- κλιματάρχηςgovernor of a provincemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… … Dictionary of Greek
κλιματάρχαι — κλιματάρχης governor of a province masc nom/voc pl κλιματάρχᾱͅ , κλιματάρχης governor of a province masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματαρχῶν — κλιματάρχης governor of a province masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματάρχην — κλιματάρχης governor of a province masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιματαρχώ — κλιματαρχῶ, έω (Μ) [κλιματάρχης] είμαι κλιματάρχης* … Dictionary of Greek
κλιματάρχας — κλιματάρχᾱς , κλιματάρχης governor of a province masc acc pl κλιματάρχᾱς , κλιματάρχης governor of a province masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρακτευτής — oῦ, ὁ, Μ [τρακτεύω] 1. διοικητής επαρχίας, κλιματάρχης* 2. οικονομικός υπάλληλος, εφοριακός … Dictionary of Greek